Παρασκευή 25 Νοεμβρίου 2011

ΕΚΔΟΣΕΙΣ





Βηματισμός στην Πάνω Κρήτη

( Περάσματα του Τίποτα σε Κάτι )


Πειρασμός  Πρώτος:

Ιδαίον Άντρο ,λιχνικά του πάνω Κόσμου
( Η Βηθλεέμ με δίχως Άστρο τελικά )
Σκαλένιος χώνεσαι στα βύθη της Σπηλιάς
Ααα, κάποιοι θόλοι , όλο πέτρα και Νερό
Οι σταλακτίτες όλο έμπνευση τους στήσαν

Μέγιστος Κούρος, ο Δικταίος Δίας
Φρενίτιδας και στεναγμών το αποκύημα
Βρέφος Λαθών και Φαντασίας η Αμάλθεια
Μια Γίδα λένε, την ξεσύρανε Κουρήτες
Κοντοβαρούσαν  τες Ασπίδες τους τες χάλκινες
Μη κι’ ακουστεί, το κλάμα του Αφέντη
Καθώς εδάγκανε του Ζώου το βυζί
Εκζέει του Διός εκ’ της Γεννήσεως
Το Γαίμα κι’ η Ζωή , συνάμα Σπέρμα
Δεν είχεν αγκαλιές από Μανούλες
Μονάχα ζώα στέρξαν τον Αφέντη
Έγινε Βράχος μπιστικός και κερασφόρος
Άχνες κυκλώσαν τη Σπηλιά, άσπορη βίγλα…

Μία βολά στα χίλια σύγνεφα συμβαίνει
Μία καθάρια Εμορφιά ν’ αποκαλύπτεται
( Όντας ξεγδύνεται η Κρήτη η πανούργα)
Πως, εμφανίζεται στο Μάτι το θνητό
Σα τόξο γίγνεται, το κοίλο πια δε κρύβεται
Ίσιο δε γίνεται, η κούρμπα, μόνον Ύψος
Και οι Σκιές π’ αλλάζουνε το πλάγιασμα
Η Σφαίρα που κινείται, σε κτυπά

Πετραετοί που διαγουμίζουν τους Αιθέρες
Να κουβανούνε Νέκταρ - για Κρασί – στο Βρέφος
Κάτις σπαράγματα γρανίτη το στορούνε
Κάτις τινάγματα της Πέτρας , όλο Μύτες
Κατρακυλίσματα Φιδιώ, μα πετρωμένα
Μπλέκεται Γαίμα με Κρασί, ας Είναι…

Στην ξαπατιά, στο ύψωμα της Νίδας
Μια Φτέρουγα με λίκνισμα Παρθένο…


Πειρασμός  Δεύτερος:

Ανθρωπομούρικο  Βουνό  ο  Γιούχτας
Στες Εποχές του Dante το μνημόνευαν
Τάφος Κυκλώπειος , ο Τάφος του Διός
Του Δία του Κρηταγενούς, η Κρήτη
Δικό της Δία θέλησεν , Θεάνθρωπο
Σα Κρητικός, να το γλεντά και να πεθαίνει!

Ο Άλλος , ο Ολύμπιος, δεν Είναι
Ανάλογος του Πόνου , του Ανθρώπινου
Αν όλα βαίνουν βολετά , ποια η Αξία?

Σα μία Μήτρα ανοιχτή, κατρακυλεύει
Φυτεύει , σε Πηγάδα Ιερή
Τα πάνου με τα κάτου, κάθε Κόσμου
Φτηνά στολίδια Χρόνου διακοσμούνε
Το οφιόσταλτο το κέρατο του Ταύρου
Που αγκαθεύει κάθε πρόταγμα θνητό

Πατούσα δούλου, δεν αντέχει τέτοιο Βράχο
Έμβια τρέλα ο Χορός , πεντοζαλίζει
Ο Don  Quixote κει , δε δέρνει Μύλους
Μα δροσουλίτες από Μέταλλο και Γαίμα
Πιστό γαδούρι θέλει η ανάβαση
Ίσως του Sancho, τετραθέλητο ρουθούνι


Σα τον πετράνιθο, γκρεμνά , τρυποριγμένα
Τα όρνια βρίσκουνε φαρμάκεμα, τσιμπούνε
Να βιταμώνουνε το Νύχι, τα σταλίνια τους
Νάχει η Κρήτη, πάντα Κέρατο, κουτούλες!...


Η Βηθλεέμ την ίδια ώρα , ήταν σώπατο
Κι’ οι «κατοικούντες», κτίζαν Πυραμίδες
Σε χωμ’ Αράπικο, σα Δούλοι, φρύδι άστεγο

Σχεδόν , να μην καταλαβαίνεις Τίποτα…!
Ισορροπία , σε Κρανίο που τουμπάρει
Στο άδειο Σχήμα, που γραφιάδοι  αναλύσαν
Βλέπεται «Λάμδα» μα και «Γιώτα» σε κοτρώνες
Μαζί με κάτις παγερό, μπορεί ο Θάνατος….

Πειρασμός  Τρίτος:

Στο Λυβικό που λούζεται η Λεύκη
Ελυτονήσι έμορφο, με θέρμες και με φλόκους
Κλειδένει παρατράγουδα και Στίχους
( Αν την ξετίναζες , θα  μάζευγες αμμόλοφο )

Εκεί με φόντο Θάλασσα και Γήλιο
Κάποιος παράφρονας θεάτρεψε
Διόνυσο, δεν είχε στο Λογείο
Δεν ήταν παραχνάδι Επιδαύρου
( Θεός εδώ ήταν ο Ταύρος )
Ένα μερόνυχτο στο κύμα για να φτάσεις
Ποια σούφερνα , ποιες φιδορίχτρες τους εμαύλιζαν?!...

Έταζα πράγματα με στόμα ανοιχτό
Ένα γυπάφερνο, σωκάθισε στην Πέτρα
Με ένα νύχι , τ’ άλλο του γλιστρούσεν
Για αερικό θε να με πέρασε , για άθυρμα….

Το Τίποτα, παιζότανε στην Πέτρα
Εμπόροι ήταν, για Πορφύρα ήλθανε
( Λουλούδι αράπικο στο ξύδι )
Αν βάψεις κάτι, κουδουνά σε χιλιόμετρα
Βγάνει και μάτι γερακιού σε άλλους τόπους
Στη μεγαλύτερη βιτρίν’ από πωρόλιθο
Έδιναν δείγματα, να πέφτουνε τα τάλιρα
Πενθίμως κατακόρυφη γκρεμνιά
Ακόμα σώζουνται πορφύρες , σα  νυχιές
Και η ανάπνια σου , πλερώνουνταν εκεί
( Ασύμμετρα κυριαρχεί το πάρε – δώσε )

Το δείλι όμως, π’ Ηδονές το κατατρέχαν
Ζητούσε ένα ξέσκασμα της Μέρας
Οι Κόχυλες σφυρούσαν, ανεμάκια
Τινάζαν τες γυμνές Κρητικοπούλες
Με μιλημένα Φίδια στο μαλλί
Και χόρευγαν, χοντράνθρωπους εφραίναν
Ο Μέγας Ταύρος , ο  Μινώταυρος
Εμουγγανούσε Ιερά, στο Ιερό του
Πούταν κτισμένο από πέτρα πελαγίσια
Όσοι εκόβαν εισητήριο, τον άκουαν
Δεν ήταν Θέατρο αυτό, δεν είχε Λόγο
Μόνο οι κίνησες κορμιών, αι Δίνες

Οι Χριστιανοί, αργότερο εμάδησαν  
Την Πέτρα του Βωμού και κτίσαν Φάρο
Μαζί πατήματα του Θέατρου του Μάταιου
( Εννιά φορές γκρεμίστηκε , δεν πρόκοψεν )

Η Κρήτη είναι Σπάθα Πειρατή
Που επιπλέει των κυμάτων και χωρίζει
Δύο πιστεύματα αντίθετα και Θρύλους
Της Αφρικής  απ’ την Ευρώπη
( Λιθόσφαιρες στα βύθη κοπανιούνται )
Άλλο Χορός και άλλο Λόγος
Λίκνο του Δία του Δικταίου, Λεύτερη

Πειρασμός  Τέταρτος:

Νεκρόπολη  της Αίχμης οι Αρμένοι
Μισή χιλιάδα Λάκκοι, σου θυμίζουν
Και από πάνου, ένας σκούφος μυτερός
Σα Πυραμίδα,  Λίβας  έσπειρεν  Ιδέες
Στην Άγια Ρώμη , έφτασεν η Χάρη του
Η Εκκλησία Πυραμίδων με τη στρούγκα
Την Κρύπτη των Δαιμόνων , τη Σεπτή
Εκείς θα κουρταλέει  κι’ ο Μινώταυρος
Ο Ραφαέλλο , διαφεντεύει κάθε πρόσμουλο

Στον Ταύρο όμως δεν αρέσκαν τα παρόμοια
Στον Μέγα Ταύρο, που κερβέρικα λυχτάει
Εταρακούνησε τες Πλάκες από κάτου
Ο Μόχλος, εκατάπιε τέτοιους Τάφους
Ο Μόχλος , δίνει άκρα στες αγρύπνιες
Των Κουρητών, που με κοντές πάντα φτερούγες
Σα Έντομα, ξεγράφουν , τεθλασμένα
Καμπούρικα, τ’ αθάματα που σώζουν…

Η ταξικότητα των Τάφων είν’ Αράπικη
( Η ραπτική της τσέπης εις τα Σάβανα )
Ο Όμηρος, τυφλός οργανοπαίχτης
Ναι, την Ισότητα στους Τάφους , αντιλήφθηκεν
Δημοκρατία Τάφων , η Ισότητα…

Η Πάνω Κρήτη, έχει Τάφο, όμως Όρθιο
Τυλιγαδούν, Σκοτάδια κι’ Υποθέσεις
Σερνικοβότανα ξερνούνε , την Αγρίμια

Υποψιάστηκα , τες Θάλασσες του Μόχλου
Δίχως ακίσματα, στους πάτους Πυραμίδες
Σε τρούπιο Δίχτυ, μπαινοβγαίνουν, εμπορόψαρα
Και μια βαρκούλα κουδουνεί, γιομάτη Μύθο

ΟΙ Πυραμίδες , ειν’ ευλόγημα Μουχάμικο
Εμείς οι Άνθρωποι , ορίζουμε Θεούς
Κρήτη , ξεράβεις σκαλωσιές βαβέλικες…


Πειρασμός Πέμπτος:

Στην Αμνισό, ένας παράλογος Πωρόλιθος
Ορθός και δίφορος μαζί, σελίδα πέτρινου χαρτιού
Λυράρικο τετράγωνο με ξέφτια γράφτηκεν
Υπογραφή: Δίας Θενάτας, άλλος Δίας….

Δίπλα στο άφρισμα, αλμύρα π’ αναγλύφεται
Μα ποιον παράφρονα – με λούλουδα- κρεμάσανε
Για να χαλάσει τα ισόμουρα του Βράχου
Στο άλλο πόδι ειν’ η Έπαυλη των Κρίνων
Εκεί ο Μίνωας , αγκάλιασε το Φίδι…

Ο Κρίνος έγινε Σπαθί, και Μελωδία
Τι να τα κάμεις τα Τοιχιά, Κρίνος και Φίδι
Ο Μίνωας, ο πρώτος ο Αργάτης
( Ώρες εσάστιζα εκεί, με σύρανε…)

Δίας ο Μέγιστος Πατέρας, βρήκα
Τον Αφαλό του  έχασεν  εκεί
Εγιν’ αγέννητος, στον Όλυμπο τα πλέον…

Δεν έχει Μάνες ο Θεός, ορφάνιασεν
Μονάχα Κρήτη, Ταυρομάνα, ας λογιάζει
Κατάδικό της, τον φαντάζουνταν, με βράκα
Κι’ ένα μαχαίρι Κρητικό, να σφάζει τ’ Άδικο
Δεν ήταν έτσι, ο Θεός αφαλοκόπηκε

Καρουλοφέρναν του Χερσίφρονα τες Τέχνες
Φτηνοφευγάτους Αητούς από πωρόλιθο
( Καροτσαρία τρομερή και Σέβας )
Αφαλικά τες μούρες τους αφάνισεν
Αγέρας πελαγίσιος, διαβατάρης
Αν θε ο Βράχος , πεντελεύει, στρούφα Κρήτη


Ευαγγελίσματα , μου θύμισαν τα Κρίνα
Ένας Θεός δεν έχει Μάνες, μόνα δούλες
Κρόσια μονάχα κι’ απεκεί φλοκάρει Κόσμους

Μία Γυναίκα , αν κρατούσε το Τιμόνι
Παράδεισο θα ξέφευγε ξοπίσω
Σα γεωμετρημένος λαχανόκηπος, στο πιάτο
Τι Λάθος Ταύρε, τα μεριά σου δέσε τώρα
Θάταν ακούνητη η Γης , άμαν δεν ήσουνα
Σε Θηλυκό Τιμόνι, η τροχάδα….


Πειρασμός Έκτος:

Η Πάνου Κρήτη, ροζακίζει, τέντα Γλύκα
Χιλιάδες σούφερνα, κουνιέται πελαγίσα
Κομμένη Κρήτη, σα τσαμπί, σε βάνει Σκέψες
Αγαρινό Σπαθί, ετόλμησε να κόψει

Μίνωα λέγανε , τον πρώτο τον Αργάτη
Την κάθε Ρώγα, τύλιξε στη Τρέλα
Γυάλινο τσόλι , μ’ υποψίες και Εγκλήματα
Στόμαχο Δράκου , απαιτεί αυτή η Γέψη
Αλλιώς σου κόβει τα κατάψια , σα Λεπίδα

Υπήρχανε παρατσαμπιά, υπάρχουνε
Και  απεκεί , λευκή ρακί, ονειροκλέφτρα
Η ζωντανή περπατησιά έχει Αξίες
Πατάς ακρούλες ζωντανές, αλογοβλέπεις
Φιδοσκαριά, που τέλος παίρνει με το Δράκο
Που σε πατεί , αφού πατείς , έτσι στο νάζι
Απτέρα , πρώτη φλοκαριά για τες Σειρήνες
Ο Πάνας ο Σελήνας , Υρτακίνα
Ζάκρος, Βουταλυχτούν στα ήμερα νερά
Χελώνες , από σύνθεση γλυκήθρας
Το Αμαριό και η Κραισός, βουστροφικτίνα
Η τρυπητή η Καραβόπετρα
Σούγια και άλλα παινευτά, Φαρμακοκέφαλα
Ορθή η Πέτρα, Ελεύθερνα
Ασκάλαβος, το Φίδι που φυλούσε
Και τέλος – τέλος , Αραδήν, το Καταφύγιο…

Πρέπον η Τύχη , τσαγκαρού, να δώκει Μύλο
Σ’ αυτή τη στράτα, που Φιδίσια ανεβαίνει
Αναίδικα,  λιώνει τα σύγνεφα και πίνει
Για να λιγνέψει, το ξεκούνημα στην Πέτρα
Μία σκουντιά στον Εφιάλτη κι’ όλα τέρμα…

Αυτά ο Μίνωας , επρόσφερνε τρυγάτα
Μια Σάλα Θρόνεια, να δείχνει θερωρείο
Και ένας Θρόνος από ξύλινο δευτέρας
Σουρίγματα Φιδιών τον συγκρατούσαν
Κάτις «ανάποδες Κολώνες» μοναχά
Μετά τα Θέατρα του Κόσμου και των Ταύρων
Να ειρωνεύουνται τα πάντα και τη Δύναμη
Κρίνα πετούσεν στους οχτρούς, ο Πολυνούσης
Η Λευτεριά, ωσάν κρουτσάνισμα σε Δόντι
Σε Δόντι Δράκου π’ αψηφούσε τες Ανάγκες
Τσαμπί η Κρήτη, την προσφέραν σε κοφίνες…

Πειρασμός Έβδομος:

Όλα αυτές του Μίνωα τες βλέψες
Τες τέλειωσεν ο Greco, ο απάριθμος
Ένα πινέλο σωβαρεί, για χίλια Κρίνα ….

Τρισάθλιος παπούλαρχος ο Greco
Σπούργιτας  νάσαι , σε τινάζει στα άρπάγματα
Ράμφη γαμψά, γιομάτα με λυγίσματα
Νομίζεις, πετροκέφαλο πως εισαι
Συντρίβεσαι στες Κορυφές, αναίτια
Κρέας Δαιμόνων, πάντα μένεις
Σε μέτρια Κηρύγματα , σα θόρυβος…


Πειρασμός  Όγδοος:

Τύραννος Καλλιτέχνης, σε γκαστρώνει
Το Τίποτα, το Άπρεπο, σε παίρνουν
Μια δυνατή Βροχή, κι’ ευτύς τινάζουνται
Σα μανιτάρια , οι Ιδέες, φαρμακόδετες

Πως χαντακώθηκεν η Γης από τους Τάφους
Νεκροφορούσα την πιστεύουν, όχι Μάνα
Ανθρακομύτα πάντα, βρουχογένεθλη

Η Λαμπαδόεσσα, σεμνά σε τέτοιο ρόλο
Δεύτερο, η Σμερμείη, η Σωρίτις, η Χλοόκαρπη
Πολύποτνη, Ερατεινή, δρεπάνοις Τάφων χαίρουσα
Άρμα Δρακοντείουσιν υποζεύξασα χαλινοίς
Του Ταύρου πάτημα στα θέμελα της Σφαίρας…

Πειρασμός Ένατος:

Αν θέλεις Δαίμονας, ταιριάζει Σου, αρέσει
Καμιά βολά η Φτέρουγα σε παίρνει
Μαζί της , σ΄ έναν  Κόσμο  ξαναμμένο
Και σε γυρνά στ’ Αδύνατο που στέκει
Με βλέμμα Έκπληκτο, αστείρευτο και Άδειο
Τότες σχεδόν τ’ αγγίζεις και Υπάρχει…

Δέχεσαι Σμίλη στα ασμίλευτα  , Μορφές
Το Πνέμα Είσαι, μαστορεύεις τα μελλούμενα
Την τουφεκιά , τη λένε  Κρήτη

Αν είσαι Greco, τα πινέλια Σου, ζυμώνουν
Στο αργαστήρι των Θεών , μαθητευόμενος
Ό,τι η Τρέλα στον Καμβά , γίνετ’ Αλήθεια
Του Δυνατού η άλλη Όψη, το Αδύνατο
Με τα δακτύλια Σου , απλά το περιστρέφεις
Το Νόμισμα της Ύπαρξης σα Έγκλημα
( Η Ιστορία , ερωτεύεται Τρελούς )
Δεν είχεν Όρια Αυτός , ο πετρομάνταλος
( Φαντάσου μόνο τα πινέλια Του σα Πένες )
Στοχεύουν έτσι πιο Μεγάλοι, στο Αδύνατο…

Πειρασμός Δέκατος :

Μονάχα ένας Πειρατής, δε λογαριάζει
Σε ζωντανά πουγκιά, Δίκιο ή Άδικο
Λέω πολλά ο Καπετάνιος θέλει Δίκιο
Κι αν δε βρίσκει, σε φυτρώνει στη Μεγίστη
Χρουσό διαγούμι καρφωμένο για τη Φάλαινα!
( Η Σημασία , είναι φτερουγάτη )

Πειρατικά, η κάθε Κρήτη , το ξεκίνησεν
Με τα σεντέφια , τα στολίδια π’ Αραπεύουν
Για να κουρσεύει δέκα Κόσμους που δεν είδε
( Φρεγάδα Είναι βασικά που αγκυρεύει )
Άγρια Όνειρα του Μαύρου , τα διαγούμια

Πάντων Χρημάτων Μέτρον, Κρήτη!

Πειρασμός Ενδέκατος:

Άμαν και είσαι   Κρητικός  ξενιτεμένος
Φλογίζει η Πατούσα την κουβέρτα
Στήνει τη Φλόγα , την πανούργα , που μας τρώει!

Πειρασμός Ενδέκατος:

Ο Ταυρογένεθλος, ανέβασε την Πλάκα
Στου Ψηλορείτη τες Κορφές , να γράφει
Ο Μέγας Κεραυνός τη βούλησή Του


Πέντε οι  Εντολές από τον Ταύρο:

-Μα δεν Φοβούμαι, δεν Ελπίζω, Είμαι Τίποτα-
-Αν το Πιστεύω, δεν Πιστεύω  πως Πιστεύω-
- Δοξάρι σε μια Χέρα Είμαι
Τέντωνε , μη και σαπίσω
Τέντωνε , τέντωνε, κι’ ας σπάσω –

Αν έχεις Λίγο, τι το κάμνεις το Πολύ –
-Αμόλα την τη Νιότη Σου και μην τηνε λυπάσαι –
Άχρονος θέλησεν , τρυπόγενος, ο Γδάρτης…

Πειρασμός Δωδέκατος:

Είτα, δε ύπερθεν νεβρής
Ευρύ καθάψας Κάλλος
Δέρμα πολύστικτον Τρυγός ή Όφις
Αριστερά των Ώμων , ίσως
Άστρων παμφάωντα , περί
Δρόσω αμφιμιγείσα  Θάνατο
Ιερά Σκευή και μόνον Κρήτη

Πειρασμός Τρισμέγιστος:

Είτα Θεού,  Φλοκί  αθροίστηκεν
Φθαρτή η Κρήτη, μία κουδουνούλα
Τ’ Αποσπερίτη Φυλακτό, Πειράτικο
Να σηκωθούν οι Ναύλοι και τα ξόρκια
Μια Καραβούλα το Νησί, πλέον Θεού…!


Πήρε τη βόλτα στο γιαλό της Σφαίρας
Να ξεσηκώνει, τα πλακώματα της Γης
«Η Λευτεριά , Ελευτεριά ή Θάνατος»
Τέτοια , τινάζουνε ακόμα και τα Άψυχα
( Η Δράκαινα μαζώχνει τα παιδιά της…)

«Έναν Λαγό Προσκυνητή
Θέτω, λαγοκοιμούμαι
Χίλια μαχαίρια και Σπαθιά
Μα δεν, με σταματούνε
Τον Γήλιο βάνω Μάρτυρα
Τον Ουρανό Κριτή μου
Το «Λευτεριά ή Θάνατος»
Αυτή’ ναι η Ζωή μου!»

Εντροπική η Κρήτη, Μέγας Μόχλος…





ΤΟ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟ ΧΡΗΜΑ


Απόσπασμα απο την εισαγωγή
......”Κατάντικρυ στην «Αρχή του Οδηγητή» - αυτό τον χυδαίο Γερμανικό Μυστικισμό- αντιπαραθέτουμε την άποψη του ίδιου του Αριστοτέλη για την Εργασία:
« Σχολάζειν Δύνασθαι Καλώς». Η «Κρίση», ανασκοπούμενη γνωσιολογικά, μόνο σαν «διαρκώς υπάρχουσα» μπορεί να νοηθεί. Κατάσταση «μη Κρίσης» ,
άρνησης δηλαδή, εξόδου από το «τούνελ» κτλ, δεν υπάρχει, δεν την.....
ανέχεται καθόλου το Νοείν.
Το να λέμε για παράδειγμα: «Δεν μπορούμε συνέχεια

να ζούμε με δανεικά», γίνεται βέβαια αμέσως πιστευτό, από τον κάθε άσχετο, που μπλέκει το «νοικοκυριό» του, κάνοντας αναλογικά σκέψεις για το «νοικοκύρεμα του Κράτους» - βλέπε Μέρκελ - που συνέδεσε τον μηχανισμό εξυγίανσης μιας γνωστής αυτοκινητοβιομηχανίας με τον ανάλογο για ένα Κράτος μέλος της Ένωσης, τέτοιο «μαργαριτάρι» δηλαδή που «εκτόξευσε» δημόσια η Γερμανίδα Καγκελάριος ( macroeconomics = microeconomics ) σπάνια το συναντά κανείς ακόμα και σε γραπτά προπτυχιακών φοιτητών….
Διότι βέβαια σαν «Εμπόριο» σημαίνεται - μετά τον Adam Smith - η δυνατότητα διαρκώς να δανείζεσαι και έντοκα να επιστρέφεις, κρατώντας σαν διάφορο το Κέρδος. Εμπόριο, αλλά και γενικότερα «Επιχειρείν» δεν νοείται δίχως δανεικά, αλλιώς γυρίζουμε στην «λίθινη εποχή» ( πιάσε ρύζι – δώσε λάδι κτλ ) , στην «άγια Φτώχεια» , στην εποχή της ανταλλαγής….
«Ζήσε με Δανεικά ή Πέθανε» ιδού το motto της Παγκοσμιοποίησης.
Η «Κρίση» πρακτικά «αυτο –σκοπείται», αναδιπλώνεται στον εαυτό της .
Τείνουμε διαρκώς στο να πιστέψουμε , τον Λόγο τον Αριστερό που κανοναρχεί πως η «Κρίση» επινοήθηκε, έπεται δηλαδή κάθε Πολιτικής, είναι απλά το «μέσον» με μοναδικό σκοπό να καταργηθούν όλα τα εργατικά και κοινωνικά προνόμια , που αποκτήθηκαν με πολυετείς και αιματηρούς Λαϊκούς Αγώνες.
Ο σχολαστικισμός, του «δεν μπορούμε να καταναλώνουμε περισσότερα από όσα παράγουμε», αυτή η «γοτθική εξυπνάδα» , τα «εκατό τάλιρα του Kant» , που τα ειρωνεύεται διαρκώς ο Hegel στη Λογική Του, καταντούν «γκροτέσκο» ( μα δεν υπάρχει ανεπτυγμένο Έθνος στη Δύση που να μην κάνει το αντίθετο), ανησυχούμε δε σφοδρά καθώς ακούμε να επαναλαμβάνονται από επίσημα χείλη. Όλα θυμίζουν το ανέκδοτο, «πρώτα μάθε να κολυμπάς και μετά μπες στη Θάλασσα»! …
Οι Γερμανοί το εννοούν, «πρώτα μάθε να κολυμπάς» σημαίνει γι’ αυτούς, «πρώτα συμμάζεψε τα δημοσιονομικά σου», το «μετά μπες στη Θάλασσα» πάει να πει «μετά στην Ευρωζώνη», εμείς σαν Ναυτικός Λαός που είμαστε πιστεύουμε «πως κολύμπι μαθαίνεις στη Θάλασσα»…
Κάποιοι ιθύνοντες στην Ένωση, μας είπαν από το Βήμα μάλιστα της Βουλής, πως «τες Κυριακές» , αναγκάστηκαν να κόψουν το ποδόσφαιρο, για να μας «εξυγιάνουν» . Τους απαντούμε, δεν έχουμε καμία απολύτως αντίρρηση να συνεχίσουν τη «μπάλα», παραλείποντας τις άοκνες προσπάθειές τους, κάτι καλύτερο στα σίγουρα θα βγει από αυτό!
Υπάρχουν τελικά δύο ειδών «άδειες τσέπες», του ζητιάνου που τέλειωσαν τα κέρματά του και του Παίχτη ( του Homo Ludens) , που ήλθε γιομάτος δανεικά και τάχασε όλα στο Παιχνίδι για

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου